ἀχνύμενος

ἀχνύμενος
ἀχεύω
grieving
pres part pass masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”